- σφιγμός
- ὁ, ΜΑ [σφίγγω]μσν.συνώθηση, σπρώξιμο («ὁ κόσμος ὅλος παρῆν, ὠς καὶ πάντα στενοχωρεῑσθαι τῷ ὄχλῳ καί τινας καὶ ἐκλιπεῑν τῷ πολλῷ τοῡ σφιγμοῡ», Ευστ.)αρχ.σφίξιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιμός — ο, ΝΜΑ, τ. πληθ. και φιμά, τὰ, Α φίμωτρο αρχ. 1. φίμωση 2. σύσφιγξη με σχοινιά 3. μέρος τού χαλινού αλόγου που περιέβαλλε την μύτη του και είχε, συνήθως, προσαρμοσμένους πάνω του αυλούς, έτσι ώστε να παράγεται ένας συριστικός ήχος από την αναπνοή … Dictionary of Greek